Σαχαλίνη

Σαχαλίνη
(Καραφούτου ιαπωνικά). Νησί στη Ρωσική Δημοκρατία, το έδαφος του οποίου αποτελεί την ομώνυμη επαρχία (87.100 τ. χλμ., 700.000 κάτ.) με πρωτεύουσα τη Γιούζνο - Σαχαλίνσκ (137.000 κάτ.). Χωρίζεται από την ξηρά, προς τα Δ από το Στενό της Ταρταρίας και από το ιαπωνικό νησί Χοκκαϊντό, προς τα Ν από το Στενό Λα Περούζ, ενώ προς τα Β και προς τα Α βρέχεται από την Οχοτσκική θάλασσα και προς τα ΝΔ από την Ιαπωνική. Έχει μήκος 960 χλμ. και μέγιστο πλάτος 160. Διασχίζεται κατά μήκος, από δυο παράλληλες οροσειρές: τη Δυτική Οροσειρά και την Ανατολική (με ψηλότερη κορυφή το όρος Λοπάτινα, 1609 μ.), που χωρίζονται από ένα βαθύπεδο. Προέκταση της Δυτικής Οροσειράς είναι, προς τα Ν, η Νότια Οροσειρά. Αντίθετα, στο βόρειο τμήμα ανοίγονται εκτεταμένες προσχωσιγενείς πεδιάδες. Οι ακτές είναι ψηλές και απότομες, εκτός από το βορειοανατολικό τμήμα όπου είναι πεδινές και διασχίζονται μόνο από τις εκβολές των ποταμών που σχηματίζουν λιμάν, τα οποία χωρίζονται από τη θάλασσα με φράγματα άμμου. Το κλίμα είναι ψυχρό στα Β και ηπιότερο στα Ν. Οι βροχές πέφτουν κυρίως το καλοκαίρι. Κυριότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές είναι η εκμετάλλευση των δασών και του υπεδάφους (κάρβουνο και πετρέλαιο, που διοχετεύεται στην κοιλάδα του Αμούρ, καθώς και στο Στενό της Ταρταρίας, μέσω πετρελαιαγωγού), η αλιεία και η βιομηχανία (κονσερβοποίηση ψαριών, χαρτοποιία, ναυτιλιακά είδη). Καλλιεργούνται δημητριακά, πατάτες, κηπευτικά, ζαχαρότευτλα, λαχανικά και κτηνοτροφές. Πλούσια είναι η πανίδα (αλεπούδες, λύγγες, λύκοι, τάρανδοι και ορεινά πρόβατα). Μεταξύ του πληθυσμού υπάρχουν ακόμα μειονότητες πρωτόγονων λαών, όπως οι Αΐνου, οι Γιλιάνοι και οι Εβέγκοι. Κυριότερες πόλεις, εκτός απ’ την πρωτεύουσα, είναι η Αλεξαντρόφσκ - Σαχαλίνσκι, ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια για την εξαγωγή των τοπικών προϊόντων (ιδιαίτερα κάρβουνου), η Ντολίνσκ, η Κορσακώφ, η Πορονάισκ και η Νεβέλσκ. Το νησί, που εξερευνήθηκε για πρώτη φορά από το Ρώσο Πογιάρκωφ το 1644, θεωρήθηκε χερσόνησος ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Αποικίστηκε από τους Ιάπωνες και ύστερα από τους Ρώσους που επέκτειναν εκεί την επιρροή τους, αντίστοιχα στο νότιο και βόρειο τμήματα. Το 1875 περιήλθε στη Ρωσία σε αντάλλαγμα των Κουριλλών που παραχωρήθηκαν στην Ιαπωνία, αλλά το 1905 το νότιο τμήμα επανήλθε στην Ιαπωνία. Το 1945, τέλος, το νησί πέρασε όλο στην εξουσία της πρώην ΕΣΣΔ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Λα Περούζ, Ζαν Φρανσουά ντε Γκαλόπ, κόμης του- — (Jean François de Galaup Comte de La Pérouse, 1741; – 1788). Γάλλος εξερευνητής. Αφού υπηρέτησε στο γαλλικό ναυτικό επί 29 χρόνια, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ’ του ανέθεσε την εξερεύνηση των άγνωστων, την εποχή εκείνη, περιοχών του Ειρηνικού ωκεανού. Για… …   Dictionary of Greek

  • Σιβηρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1926. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 15,9 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,9 από τον Ήλιο. II (Σιμπίρ ρωσικά). Περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • οχοτσκικός — ή, ό φρ. «Οχοτσκική Θάλασσα» βορειοδυτικός βραχίονας τού Ειρηνικού Ωκεανού που περικλείεται από τις ακτές τής βορειοανατολικής Σιβηρίας, από τη Χερσόνησο Καμτσάτκα, τις Νήσους Κουρίλες, από την Ιαπωνική νήσο Χοκάιντο και από τη σοβιετική νήσο… …   Dictionary of Greek

  • Αϊνού — Φυλή περίπου 20.000 ατόμων, που κατοικούν στα νησιά Χοκάιντο, Σαχαλίνη και Κουρίλες. Φυλετικά ανήκουν στους ευρωπίδες, δεν έχουν την πτυχή στα βλέφαρα, χαρακτηριστικό γνώρισμα της κίτρινης φυλής και έχουν έθιμα αρκετά πρωτόγονα, όταν συγκρίνονται …   Dictionary of Greek

  • Αμούρ — Ποταμός (4.416 χλμ.) της ανατολικής Ασίας, με λεκάνη απορροής 1.855.000 τ. χλμ. (μαζί με τον ποταμό Κερουλέν που τον τροφοδοτεί στις πηγές του). Σχηματίζεται στα σύνορα μεταξύ βορειοανατολικής Κίνας και άπω ανατολικής Ρωσίας και προς την ανοδική… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • Ιτουρούπ — Νησί (6.725 τ. χλμ.) των Κουριλών, που ανήκουν διοικητικά στη Σαχαλίνη της Ρωσίας. Βρίσκεται στο νοτιότερο τμήμα της αλυσίδας των Κουριλών νήσων και είναι το μεγαλύτερο του συμπλέγματος. Το έδαφός του σχηματίζει ηφαιστειακούς ορεινούς όγκους και… …   Dictionary of Greek

  • Νιεβιελσκόι, Γεννάδιος Ιβάνοβιτς — (G. Ivanovich Nevelskoy, 1813 – 1876). Ρώσος ναύαρχος και εξερευνητής. Στο χρονικό διάστημα 1848 49, με το φορτηγό πλοίο Μπαϊκάλ, πέτυχε, ξεκινώντας από την Κροστάνδη, να φτάσει στο Πετροπαυλόβσκ της Καμτσάτκας. Στα 1849 55 διηύθυνε τις έρευνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”